- γλαρίς
- γλᾰρίς, ίδος, ἡ,A chisel, whether for wood or stone work, S.Fr.529, IG11(2).161 A87 (Delos, iii B. C.), Call.Fr.159 (pl.), Poll.7.118, 10.147.II = ὄρος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαρίς — chisel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρίς — ( ίδος), η (Α γλαρίς) νεοελλ. το κάτω άκρο τού γεωτρύπανου αρχ. σμίλη, σκαρπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα ιδ που απαντά σε σημασιολογικά συγγενείς λέξεις που δηλώνουν μικρά εργαλεία (πρβλ. γραφίς, γλυφίς, κοπίς).… … Dictionary of Greek
γλαρίδας — γλαρίς chisel fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρίδες — γλαρίς chisel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)